Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

δεν θα ξαναπατήσω το

См. также в других словарях:

  • ξαναπατώ — άω 1. (μτβ.) πατώ ξανά 2. πηγαίνω ξανά κάπου («δεν θα ξαναπατήσω στο σπίτι του») 3. φρ. «δεν τήν ξαναπατάω» δεν ξαναπέφτω στο ίδιο λάθος, δεν επαναλαμβάνω το ίδιο λάθος …   Dictionary of Greek

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»